- Ράδος
- Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 1190 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ.) και βρίσκεται βορειοανατολικά της Δημητσάνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ράδος, Κωνσταντίνος — I (1785 – 1865). Αγωνιστής του 1821 και Φιλικός. Καταγόταν από την Ήπειρο. Σπούδασε στα Γιάννενα και στην Πίζα. Διετέλεσε στρατιωτικός διοικητής στο Ναύπλιο επί Ι. Καποδίστρια, έκτακτος επίτροπος Αργολίδας και επίτροπος της δυτικής Στερεάς… … Dictionary of Greek
ARADUS — insul. Phoeniciae apud Orthosiam urbem ponte iuncta continenti, a litore olim 20. stadiis recedens, cum urbe eiusdem nominis ab Aradio vel Arvadaeo, filio Chanaan condita. Dionysius Perieg. Α῎γχι δὲ Φοινίκης Α῎ραδος. Vide Melam l. 2. c. 7.… … Hofmann J. Lexicon universale
TYROS — Insul. Arabiae, recentiori aevô dicta, quam prius Tylon, dixêre. Strabo, l. 16. de sinu Persico, Πλεύσαντι δὲ ἐπὶ πλέον ἄλλαι νῆσοι Τύρός καὶ Α῎ραδός ἐισιν, ἱερὰ ἔχουσαι τοὶς φοινικικοῖς ὅμοια additque ab incolis iactati, colonos se esse Tyri et… … Hofmann J. Lexicon universale
Ζαγόρι ή Ζαγοροχώρια — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου, ΒΑ των Ιωαννίνων, η οποία περικλείεται μεταξύ των ορέων Μιτσικέλι (1.810 μ.) και Τύμφη ή Γκαμήλα (2.497 μ.) της κοιλάδας του Αώου και της ορεινής περιοχής του Μετσόβου. Τα 47 χωριά, που αποτελούν τα… … Dictionary of Greek